Ο Γκάντι υποστήριζε ότι "η Ινδία είναι μια, κι ότι μόνο για τους λευκούς είναι σύνθετη και περίπλοκη". Εκ των υστέρων φαίνεται ότι μάλλον είχε δίκιο. Πριν το ταξίδι, όταν ακόμα βρισκόμουν μακριά, διέκρινα ότι το πρόβλημα βρισκόταν στην αδυναμία ενός "ξένου" να κατανοήσει τον πυρήνα της προσωπικότητας της Ινδίας.
Ήθελα να γνωρίσω από κοντά την Ινδία, να την κατανοήσω, στο μέτρο πάντα του δυνατού, να διαπιστώσω αν πραγματικά υπήρχαν οι πολλές Ινδίες για ένα λευκό, όπως υποστήριζε ο Γκάντι. Ήθελα να διαπιστώσω από κοντά, αν πραγματικά υπήρχαν όλες αυτές οι Ινδίες, με τους πολλούς "θεούς", τους χιλιάδες "αγίους", "επαίτες", "γιόγκι" - τ’ άπειρα "παιδιά του Θεού".
Όλα τα συστατικά του ταξιδιού κυοφορούσαν στο μυαλό μου για πολλά χρόνια. Το μόνο που έλειπε ήταν το "φύγαμε", κι αυτό προέκυψε, εντελώς τυχαία, στα τέλη Μαΐου του 1996, πάνω στην κουβέντα μ’ ένα φίλο. Δυο εβδομάδες αργότερα πετούσαμε για το Κατμαντού στο Νεπάλ, κι από εκεί θα κατηφορίζαμε για τις ζεστές πεδιάδες και τις σκονισμένες ερήμους της αχανούς Ινδίας, πριν ανηφορίσουμε για τα μυστηριώδη Ιμαλάια. Δεν είχαμε κάποιο σχέδιο, ψάχναμε τα σημάδια για να μας οδηγήσουν, διαθέταμε λίγα χρήματα αλλά αρκετό χρόνο. Στην Ινδία ήθελα να περιπλανηθώ, να χαθώ, ν’ αλλάξω... Πάνω στους χάρτες αναζητούσα αόρατα σημάδια που θα με οδηγούσαν στους μύθους, τους ανθρώπους... τα θαύματα.
Στην Ινδία με τους πολλούς "θεούς", τους χιλιάδες "ασκητές" κι "αγίους", τ’ άπειρα "παιδιά του Θεού", χάθηκα, μπερδεύτηκα... αλλά προσπάθησα να καταλάβω λίγο περισσότερο τον κόσμο που με περίβαλε , προσπάθησα κάτι να βρω... προσπάθησα να κατανοήσω περισσότερο εμένα τον ίδιο, προσπάθησα να παραμερίσω, έστω και ελάχιστα, το φοβερό πέπλο της άγνοιας που σκιάζει τη ζωή του ανθρώπου.