Θεωρώ τα κείμενα του τόμου αυτού ως αυθεντικές καταγραφές ενός μονολόγου. Προεκτείνουν και βαθαίνουν μέσα στην μυστηριώδη νόηση της γλώσσας την μοναξιά που ένιωσα από παιδί, μια παράδοξη σιγή που ανέδιδε υποβλητικά ο κόσμος. Δεν έχουμε τα κείμενά μου, το υπογραμμίζω, καμιάν οργανική σχέση με τη Φιλοσοφία (βλ. και "Λόγος περί παθών - Τα όρια"). Αποτελούν καρπίσματα μιας πολλών ετών, ολόκληρης θα έλεγα της ζωής μου, επίμονης ενδοσκόπησης. Τα θεωρώ, για να επαναλάβω τον λόγο του Kant, ως "ίχνη της εμπειρικής γνώσης". Εμπειρίες προσωπικές, παρατηρήσεις του περίγυρου και διαστοχασμοί δικτυωτοί πάνω σε βιώσεις συνειδητοποιημένες, καθώς και ψήγματα/θρύψαλα προσπαθειών μιας ενιαίας θεώρησης του γεγονότος πως υπάρχω μέσα στον κόσμο, προορισμένος από καταβολής μου να πεθάνω. [...]