Τί ήταν τελικά αυτό που έστειλε εδώ τους Έλληνες και τί ήταν αυτό που τους μάγεψε; Βρήκαν μια γη σκληρή, στενόχωρη και σχετικά φτωχή, με μικρές απομονωμένες από ορεινούς όγκους πεδιάδες. Παράξενη, τρελή η ακτογραμμή της στεριάς που συνδυάζει την τραχιά της βουνίσια όψη με κάποιες χαρωπές ακρογιαλιές και συνομιλεί αδιάκοπα με τα άπειρα νησιά που κολυμπούν στα πελάγη. Στενός ο τόπος, αλλά γελαστός, λουσμένος στο φως. Τρελάθηκαν κι οι Έλληνες με αυτό το τοπίο που τους ξυπνούσε ιδέες και οράματα. Το αγάπησαν, χτίσανε πόλεις και τις έζωσαν με τείχη, το τίμησαν με ναούς θεών και στις φυσικές-του κοιλότητες έστρωσαν θέατρα και στάδια...
Φυσικά, ήρθε η στιγμή που οι Έλληνες συνήλθαν από το θάμπος που τους προξενούσε ο τόπος. Καιρός ήταν! Σ’ αυτό συνέβαλαν κι όλοι εκείνοι οι λαοί που πέρασαν από εδώ, ζήλεψαν, γκρέμισαν, χάλασαν. Το πέρασμά τους άφηνε κάθε φορά ρημαγμένο τον τόπο και τον λαό ανήμπορο. Κάποιοι από αυτούς, βέβαια, ξέμειναν και ρίζωσαν. Αλλά όταν ήρθε η εποχή που όσοι κατοικούσαν τη χώρα άρχισαν κάπως να προκόβουν, μεγαλοπιάστηκαν. Τί δεν αγαπήθηκε σ’ αυτή τη γη και τί δεν περιφρονήθηκε! Οι Έλληνες παθιάστηκαν με την καλοπέραση. Όχι πως είχαν και πολύ άδικο· ταλαιπωρημένοι από τους πολέμους και τις καταστροφές, την προσφυγιά και την ανώμαλη πολιτική κατάσταση, προσπάθησαν να σταθούν όρθιοι...