Δύο γυναίκες. Η Ελληνίδα. Μεγάλη σε ηλικία, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί, αμίλητη και κλεισμένη στον εαυτό της, και, το κυριότερο, με Αλτσχάιμερ. Δεν θυμάται τίποτε πια. Έχει ξεχάσει ποια ήταν, τι έζησε, ποιον και πόσο αγάπησε. Κι αν τη δονούν ακόμη κάποιες εκλάμψεις, σύντομα θα πάψουν κι αυτές… Η Αλβανίδα. Μεσόκοπη, πληγωμένη, προδομένη, αλλά δυνατή και αισιόδοξη ταυτόχρονα, με χιούμορ, με πίστη στη ζωή, με αγάπη για όλο τον κόσμο και κυρίως γι’ αυτήν εδώ τη γυναίκα που τη φροντίζει και της βουρτσίζει κάθε μέρα τα μαλλιά. Και ομιλητική: δεν σταματά να μιλά, και να θυμάται, και να αφηγείται τρομερά πράγματα για μια ζωή, και για μια χώρα, που τώρα πια μοιάζουν ξένες και μακρινές, κομμάτια μιας μεγάλης τραγωδίας… Οι δυο τους μένουν συνέχεια μαζί, κοιμούνται και ξυπνούν μαζί, μαγειρεύουν, τρώνε, βλέπουν τηλεόραση και κάνουν βόλτες στην πόλη μαζί, και ίσως –ίσως– καταφέρουν κάποια στιγμή να αποδείξουν πως δεν τελείωσαν όλα εδώ, πως υπάρχει συνέχεια, πως υπάρχει ακόμη μνήμη. Και πως υπάρχει ελπίδα.