Αγαπούσες να κολυμπάμε σε μια λίμνη αίματος. Ποτέ μα ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι στα υπόγεια των πολυκατοικιών, ακριβώς κάτω από τα δεκάδες σπίτια που μεγάλωναν παιδάκια, υπόφεραν ηλικιωμένοι, μαγείρευαν νοικοκυρές και άνθρωποι μπαινόβγαιναν κουρασμένοι, χαρούμενοι, λυπημένοι ή οτιδήποτε άλλο, που ροχάλιζαν τη νύχτα στον μακάριο ύπνο τους, υπήρχε μια μυστική καταπακτή, μια παμπάλαια είσοδος μέσα από τα υπόγεια που στεγάζουν τα υδρόμετρα ή πίσω από τα φρεάτια των ασανσέρ, που μόνο οι μυημένοι γνωρίζουν και επισκέπτονται, φέρνοντας εδώ τα κατά καιρούς θύματά τους. Εκεί ήθελες να πηγαίνουμε, να κλείνουμε πίσω μας την πόρτα και να γλιστράμε αργά μέσα στο ζεστό, πηχτό και γλοιώδες αίμα. Πώς, πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμουν, από πού έρχεται αυτό το αίμα, πώς συντηρείται εδώ κάτω, πώς ένα τόσο αποτρόπαιο πράγμα παραμένει μυστικό; Μετά κατάλαβα το τέχνασμά σου. Καθώς με περιέσφιγγες γεμάτο τρόμο και μεταφυσικές ή ιδεολογικές ανησυχίες, καθώς σπαρταρούσες από τον φόβο και την αποστροφή αυτού του χώρου, καθώς τύλιγες τ