«Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ μάς μεταφέρει στο επίκεντρο του δράματος και στη ρίζα του ανεπούλωτου τραύματος: στον Εμφύλιο Πόλεμο, όπως τον έζησε ένας ευαίσθητος έφηβος πάνω στα ηπειρώτικα βουνά. [...] Πιστός πάντα στην αφηγηματική του ιδιοσυγκρασία, δίνει λιγότερη σημασία στη δράση και την πλοκή απ’ ό,τι στις αποτυπώσεις των γεγονότων πάνω στην ευπαθή συνείδηση του ήρωά του – με τον οποίον ταυτίζεται ακόμη κι όταν αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο».
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. Ε´, 1988
«Στην παραμεθόρια περιοχή αντίκρυ στο ομώνυμο βορειοηπειρωτικό βουνό, που με την αγριάδα του δεσπόζει στον ορίζοντα σαν σύμβολο μιας αμετακίνητης ανθρώπινης μοίρας, ξετυλίγονται το πρώτο και το δεύτερο διήγημα, φθινόπωρο του 1946, καθώς ξαναφουντώνει στον τόπο ο πόλεμος. Στα Γιάννενα την ίδια εποχή και με το ίδιο αντικείμενο συνεχίζεται κυριολεκτικά το τρίτο και κατά κάποιο τρόπο το τέταρτο. [...]
Δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας μάς δίνει με μικρές πινελιές την πνιχτή καθημερινή αγωνία ανάμεσα στα ξεσπάσματα της ωμής βίας· τον εξευ