Πώς να εξηγήσει κανείς τον περίπλοκο μηχανισμό της αλήθειας και της τέχνης; Ποια είναι τα κρυφά νήματα που κινούν ταυτόχρονα τη ζωή και την τέχνη; Προσπαθώντας να κερδίσει τη δική του αλήθεια ο ήρωας του βιβλίου, ο Γιώργος Μάρας, γίνεται σταδιακά ο τρελός, ο κατάδικος, ο εραστής, ο διανοούμενος, ο υπάλληλος -ένας απλός, εν τέλει, άνθρωπος-, που αναμετράται με την αρχή της πραγματικότητας και την ίδια την ταυτότητά του. Από το δωμάτιο της ερωμένης του σε αυτό της φυλακής (και το αντίστροφο), από τους ξυλοδαρμούς που θα τον καταστήσουν από ηττημένο νικητή (και το αντίστροφο), αναδεικνύεται η εικόνα μιας αφήγησης που πρεσβεύει ότι για να κατακτήσεις μιαν αλήθεια πρέπει πρώτα από όλα να τη ζήσεις. Η μυρωδιά που έχει το αίμα του ήρωα την ώρα που πέφτει, το χρώμα της σάρκας όταν λαβώνεται, κάνει έρωτα, γερνάει και ζαρώνει, δεν είναι παρά τα σταθερά υλικά ενός νατουραλισμού ο οποίος αποκαλύπτει την αρχέγονη και βάρβαρη καταγωγή της ίδιας της τέχνης. Εν περιλήψει ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, μια ιστορία πιθανόν σκληρή που πραγματεύεται έννοιες όπως η αθωότητα, η εμπιστοσύνη, ο έρωτας· ένα μυθιστόρημα που δεν ταυτίζεται μόνο με το σκοτάδι όπου είναι καλά κρυμμένα τα μυστικά του ήρωα, αλλά και με τα άδυτα του σκοτεινού και άρρητου προορισμού που είναι η τέχνη της ζωής και η ζωή της τέχνης.