Η Πηνελόπη νιώθει να απειλείται από κάτι ανεξήγητο: από μια σκοτεινή, αόρατη οντότητα που πλανάται ανάμεσα στις φυλλωσιές. Ένας μυστηριώδης φόβος την κυριεύει, καθώς θυμάται όσα φημολογούνταν παλιά για τούτο το πάρκο. Η γυναίκα σαστίζει προς στιγμήν και κοντοστέκεται, κάνοντας τον σταυρό της. Ύστερα, οπλίζεται με θάρρος και ανοίγει το βήμα της. Βιάζεται να φτάσει στο σπίτι της όσο γρηγορότερα γίνεται. Προσπαθώντας να διασχίσει τον δρόμο, παρατηρεί πως το φανάρι για τους πεζούς είναι κόκκινο. Γυρίζει το κεφάλι της, μια αριστερά και μια δεξιά, για να ελέγξει την κίνηση. Ο δρόμος είναι άδειος, ευτυχώς. Αστραπιαία, η άκρη του ματιού της πιάνει μια λάμψη από φώτα και από το πουθενά εμφανίζεται ένα ταξί με μαύρα τζάμια, τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στο κλάσμα του δευτερολέπτου που ακολουθεί, προτού την παρασύρει, η εντύπωση που της δημιουργείται είναι πως μέσα στο ταξί δεν υπάρχει ούτε οδηγός ούτε επιβάτες…
Η Πηνελόπη κείτεται πεσμένη μπροστά σε έναν τσιμεντένιο στύλο ηλεκτροδότησης, εντελώς ανήμπορη να κουνηθεί από μια σκιά που βλέπει να της καταπλακώνει το σώμα. Η σκιά την πιέζει… την πιέζει ολοένα και περισσότερο κεντρικά στο στήθος και προς τα κάτω, επάνω στο έδαφος…
Νιώθει ότι κάτι τη σπρώχνει… τη σπρώχνει… όλο και πιο κάτω, τόσο που να αισθάνεται ένα με το χώμα. Κι ενώ η ίδια θέλει να σηκωθεί, το σώμα της είναι κολλημένο εκεί, σαν να είναι χτισμένο.