Η προβληματική που αναπτύσσεται στην εποχή μας σχετικά με την ιστορία, φαίνεται να αμφισβητεί την ιδέα ότι το παρελθόν αποτελεί μια πραγματικότητα τετελεσμένη και να εφεσιβάλλει την άποψη που πιστεύει ότι η επίσημα καταγραμμένη ιστορία ήταν ο μοναδικός δρόμος τον οποίο μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα και ότι οι άλλες δυνατότητες, οι ενδεχόμενες εκβάσεις, έχουν αποκλεισθεί διά παντός. Κλονίζοντας τις βεβαιότητες του ορθολογισμού για την ιστορία, η προβληματική αυτή βάζει το ερώτημα, αν οι αποκλεισμένες δυνατότητες δεν έχουν εκλείψει αλλά κυοφορούνται στο σώμα του παρόντος σαν εστίες οδυνηρής μνήμης που διαποτίζουν την ψυχή των ομάδων «χωρίς φωνή», για να διοχετεύσουν από άλλους δρόμους το όραμα της υπέρβασης, βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως ιστορικού όντος.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της υπέρβασης, στο σημείο που ξεκινά από μιαν αφήγηση για να προδιαθέσει σε μιαν άλλη, εκεί όπου οι ανθρώπινοι πόθοι μεταμορφώνονται σε ιστορικές πράξεις και όπου το ιστόρημα προσεγγίζει το μυθιστόρημα, κινείται το βιβλίο «Η