Ο Στέργιος έκλεισε τα μάτια του και άφησε το γλυκό ποτάμι της ευτυχίας να κυλήσει στο κορμί του απολαυστικά, σαν βάλσαμο. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, είχε πάρει η ζωή του το δικό της δρόμο και τώρα ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, την ξαναείδε μπροστά του. Κι ήταν γι' αυτόν όλα τα όνειρα που έμειναν μισά, όση ζωή στερήθηκε μακριά της...
Η Δώρα, με τα μεταξωτά της, γλίστρησε πιο βαθιά μέσα στα μυρωμένα της σεντόνια. Πολυτέλεια· η ανταμοιβή του αγώνα της ή το κουκούλωμα άλυτων προβλημάτων; Ο φόβος της απώλειας και της αποτυχίας την κατέτρωγε. Και χθες, που τον ξανασυνάντησε, πίστεψε πως μπορούσε να μοιραστεί μαζί του ό,τι δεν μπόρεσε να ζήσει με κανέναν άλλο...