Ανοίγω με δυσκολία τα μάτια μου. Σκοτάδι πίσσα. Να λοιπόν που βλέπω έναν εφιάλτη τρομακτικότερο απ’ όσους έχω δει μέχρι τώρα. Δεν μπορώ να ξυπνήσω. Το σώμα μου δεν υπακούει σε καμία κίνηση. Είμαι ξαπλωμένος σε κάτι σκληρό και παγωμένο. Θα μπορούσε να είναι ένα κρεβάτι νεκροτομείου. Αυτό είναι... Έχω πεθάνει! Σε όνειρο ή στην πραγματικότητα; Πρόβα θανάτου ή πρεμιέρα; Θα δείξει. Να! Η μυρωδιά της φορμόλης τρυπώνει στα ρουθούνια μου. Στάσου, φίλε, δεν είναι φορμόλη!
Την ξέρω καλά αυτή τη μυρωδιά. Είναι ουίσκι! Ουίσκι και σκοτάδι πηχτό. Κι ένας πόνος σαν τρένο που έρχεται από μακριά και δυναμώνει, αλλά ποτέ δε φτάνει και σιγά σιγά γίνεται πιο δυνατός από οποιαδήποτε κραυγή και φτάνει επιτέλους στην κορύφωσή του, περνάει από πάνω μου στριγκλίζοντας και με συνθλίβει, απομακρύνεται αργά και μαλακώνει, με βυθίζει στη μακαριότητα του μαύρου και εισπνέω αναθυμιάσεις αλκοόλ. Πίσω του έρχεται άλλος πόνος δυνατότερος και με συνθλίβει ξανά και ξανά. Σκοτάδι, πόνος και ουίσκι. Μια κόλαση παράξενη, αυστηρώς προσωπική.
Μίλτος Οικονόμου. Ετών σαράντα πέντε. Πρώην μπάτσος και νυν ιδιοκτήτης γραφείου ιδιωτικών ερευνών στην πλατεία Μοναστηρακίου, με ειδικότητα στις πάσης φύσεως εξωσυζυγικές υποθέσεις και με πανελλήνια εμβέλεια.
Αυτός είμαι εγώ. Υπηρέτησα στο ένδοξο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας πέντε συναπτά έτη. Στη συνέχεια τέθηκα οκτώ μήνες σε διαθεσιμότητα για κατ’ εξακολούθησιν χρήση οινοπνευματωδών ποτών εν ώρα υπηρεσίας και παρά τις συνεχείς συστάσεις. Λίγους μήνες μετά την επάνοδό μου παραπέμφθηκα εκ νέου στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο με την κατηγορία της εξύβρισης ανωτέρου. Αποφάσισε την οριστική απόταξή μου από το Σώμα με την αιτιολογία ότι η εν γένει απρεπής συμπεριφορά μου έθιγε ανεπανόρθωτα το κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε την άδικη απόφαση.