Φωνή που εμφανίζεται και μετά χάνεται. Φωνή που μιλάει και ΑΥΤΟΣ την ακούει. Αισθάνεται μόνος, φοβάται, τρομάζει, σαν φύλλο κουνιέται, μετέωρο σε ένα κλαδί, σε ένα δέντρο μεγάλο, με ρίζες βαθιές, κρυμμένες στο χώμα. Αναζητά ανθρώπους, δικούς του, που έχουν αλλάξει, που παραμένουν ίδιοι, που πάνω τους ο χρόνος αστράφτει. Να χτυπούσε η πόρτα τώρα. Να χτυπούσε η πόρτα πίσω σου και εσύ να γυρνούσες, να πήγαινες να την ανοίξεις, να την άνοιγες σε ανθρώπους δικούς σου, να άπλωνες το χέρι, να τους άγγιζες, να σε άγγιζαν, να τους έσφιγγες, να σε έσφιγγαν, να τους φιλούσες, να σε φιλούσαν, σαν να μην είχε τίποτα αλλάξει. Όμως υπάρχουν δύο δρόμοι.