Ότε η νυξ
Μετά των μελανών της πτερύγων
εκάλυψεν τας μαρμαρυγάς του ουρανίου θόλου,
τότε εκ του πυραύνου ελαμπύριζεν άφθονον πυρ
και εφάνη εντός του θαλάμου σκιεράν οπτασίαν
μετασχηματισμένην εις όντα δύσμορφα,
απεχθή και λίαν περίεργα.
Αλλά ποίος ήτο ο κακόζηλος ούτος ιερουργός όστις
διά της μιμικής του χειροτεχνίας εφάνταζον τελών
νυκτερινάς τερατουργίας;
Ναι ήτο αυτός, ο νυκτόβιος θηρευτής, ο άρπαξ,
ο διαπερών την μακράν και ρυπαράν ποιμενικήν του
ράβδον επιτηδείως μεταξύ των κεκοσμημένων
εκ μαργαριτών περιχειρίδιών της, ρίψας αυτήν
επί της κλίνης
Εκεί όπου η ωραία μελάχρους,
η θελκτική παιδίσκη κατεκλίνατο προσευχομένην.