Ο Άλκης έχει μεγάλα χείλη. Είναι τόσο μεγάλα, που δημιουργούν τεράστια αντίθεση με το υπόλοιπο πρόσωπο. Έχει για παράδειγμα μικρά μάτια, που, μετά από τόσο πόνο και να μην το ήθελε, τον κάνουν να δείχνει θλιμμένος. Αλλά, ας μην είμαστε σκληροί μαζί του. Δεν έφταιγε ο Άλκης που περνούσε τόσο χρόνο στις τουαλέτες ή που πλέον το σώμα του είναι μισό σακατεμένο και κουτσαίνει. […] Έχει δύο με τρία γατιά, τα οποία τα ταΐζει, τα χαϊδεύει και τους βάζει μουσική για να χορέψουν. Καημένος Άλκης! Κοντεύει 50 χρονών και δεν έχει μάθει πως τα γατιά δεν χορεύουν. Ούτε καταλαβαίνουν τη μουσική. Εκείνος όμως είναι ατάραχος: βάζει το “Μη μου ξαναφύγεις πια” και κάνει στροφές στη μέση του καθιστικού. Τα γατιά κοιτάνε τα χέρια που κρέμονται και γουρλώνουν τα μάτια τους. “Θα πέσει ο κύριος και άρχοντάς μας; Τι ακριβώς κάνει;” Και είναι και απρόβλεπτα τα βήματα, έτσι που το σώμα είναι άσχημο, μισό καλό και μισό υποβασταζόμενο σε πόδι που σέρνεται. Τα δε χέρια που απλώνουν σαν κλαριά, έχουν το σημάδι της μπασκέτας και είναι γεμάτα πανάδες. Τα νύχια όμως, είναι περιποιημένα. Κοντά και λιμαρισμένα. Όταν ο Άλκης χορεύει, σφίγγει τα πολύ όμορφα χείλη του και κλείνει τα μάτια του. Έτσι, αλλάζει η μορφή του και μοιάζει περισσότερο με άντρας. Αυτό που μπερδεύει, είναι το φόρεμα: κόκκινο και με βαθύ ντεκολτέ».
Ο Σακάτης διηγείται την ιστορία του Άλκη από τη μέρα της γέννησής του έως το τέλος του. Ο Άλκης γεννιέται αγόρι, γίνεται άντρας και του αρέσουν οι άντρες. Όπως του αρέσουν τα φορέματα και τα κόκκινα κραγιόν. Αγωνίζεται να ζήσει ελεύθερος σε έναν κόσμο που πεισματικά του το αρνείται και τον τιμωρεί γι’ αυτό που είναι.