"Αν τα πράγματα κυλούσαν φυσιολογικά στη ζωή μου, αυτή τη στιγμή θα βρισκόμουν στη Μύκονο με τους φίλους μου και με τον Γιάννη και θα συζητούσαμε για το ποια ομάδα απ' αυτές που έδιναν εκατομμύρια θα επιλέξω. Δεν θα είχα επιστρέψει στη Βραζιλία και στη Μαρί, που αποδείχτηκε ο έρωτας της ζωής μου. Δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ κανέναν Ζουστινιάνο ή Ασκάνιο και όλη τη βρομιά που κουβαλούσαν. Ακόμα και να τους γνώριζα, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ανακατευόμουν καθόλου στις βρομοδουλειές τους και θα έφευγα. Θα ζούσα ήρεμα τη ζωή μου και θα έβλεπα το γιο μου να μεγαλώνει. Όμως τώρα τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η ζωή μου δεν είχε πια καμία σημασία, αφού έτσι κι αλλιώς θα τελείωνε σύντομα... Γνώριζα καλά ότι απόψε μπορεί και να σκοτωνόμουν. Δεν μ' ένοιαζε, ίσως ήταν καλύτερα έτσι παρά να περιμένω το θάνατο μου. Γι' αυτό λοιπόν ό,τι κι αν έλεγε η Μαρί, δεν την άκουγα".
Ο Πέτρος Γαζής ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς "ένας τυχερός άνθρωπος". Μόνο που του έλειπε κάτι. Κάτι που δεν είχε προσέξει κανείς: η ψυχή του. Αυτή είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στα χειροκροτήματα και τα συμβόλαια εκατομμυρίων. Πιθανόν ο Πέτρος Γαζής να έφευγε από αυτό τον κόσμο χωρίς να βρει ποτέ αυτό που του έλειπε αν δεν έκανε εκείνο το ταξίδι στην Βραζιλία και αν ο αγώνας με μια ασθένεια που κανείς δεν μπορεί να κερδίσει δεν τον έκανε να καταλάβει κάποια πράγματα: Πίσω από την εικόνα του ανίκητου άντρα κρυβόταν πάντα εκείνο το αδύνατο αγόρι με τα σπυράκια, που το κορόιδευαν στο σχολείο για το ύψος του και το επίθετό του.
Η μέρα που ο Πέτρος Γαζής έμαθε ότι θα πεθάνει ήταν η μέρα που ξεκίνησε να ζει.
Άραγε εσύ τι θα έκανες αν ήξερες ότι σου μένουν μόνο εξήντα μέρες;