Η Λευκή, αλαφιασμένη, απεριποίητη όπως ήταν, πήρε το μονοπάτι για τον μεγάλο βράχο με τον απειλητικό μπροστά του γκρεμό, δίπλα απ’ τον πύργο του Καραϊσκάκη. Φρόντισε και παρακαλούσε να μην βρει κανέναν στο δρόμο της, δεν ήθελε να δει και να ακούσει άνθρωπο τούτη τη στιγμή που περπατούσε για το τελευταίο της ταξίδι. Ερχόταν σιγά-σιγά το παγωμένο χειμωνιάτικο σύθαμπο με τις κατάμαυρες συννεφένιες πλεξούδες από ’πάνω, αλλά δεν είχε νυχτώσει. Έφτασε στον μεγάλο βράχο. Πριν ανέβει, έβγαλε τη ζακέτα της και την κρέμασε σε ένα θάμνο πάνω απ’ το μονοπάτι. Ήταν το σημάδι, πως κάπου εκεί θα έβρισκαν το σώμα της τσακισμένο, όταν θα την αναζητούσαν. Ανέβηκε αποφασισμένη στην κορυφή, κάτω μπροστά της απλωνόταν ατέλειωτος απέταγας. Έβγαλε τα παπούτσια της και τα τοποθέτησε στο χείλος του γκρεμού, ένα βήμα από τη μαύρη έρεβο του κάτω κόσμου…