Η Μαρίνα δε σκεφτόταν ό,τι έκανε - απλώς έκανε, για πρώτη φορά στη ζωή της, ό,τι επιθυμούσε. Λες και με κάθε βογγητό, με κάθε σπασμό, διέγραφε κι από μια μέρα, ή ένα μήνα, ή ένα χρόνο από την παλιά ζωή της, απ' όλα εκείνα τα ατέλειωτα πρωινά στο μαγαζί, απ' όλες εκείνες τις αναρίθμητες νύχτες που πέρασε δίπλα στον Χρίστο. Ένιωθε πως ο εαυτός της ως μαμά και γιαγιά και σύζυγος και μπακάλισσα και τίμια κι άμεμπτη γυναίκα ξεθώριαζε, όπως και το ίδιο το οικείο περιβάλλον της - σα να έβλεπε τον εαυτό της με τους δικούς της μέσα στο σπίτι και το μαγαζί να χάνουν τα χρώματά τους και τους ήχους τους, να γίνονται κάπως διάφανοι και σιωπηλοί. Ενώ αντίθετα φανταζόταν πως η άλλη, η καινούρια Μαρίνα, η ερωμένη του Παναγιώτη, γινόταν εντονότερη με κάθε μέρα που περνούσε. Όπως η εικόνα της, έτσι και της ίδιας το περίγραμμα γινόταν πιο αδρό, τα χρώματά της πιο ζωντανά, οι μυρωδιές κι οι ήχοι που εξέπεμπε πιο ευδιάκριτοι, πιο υπαρκτοί.
Αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα η ηρωίδα του βιβλίου, πιστή στο ρόλο για τον οποίο την προόρισε η καταγωγή και η ανατροφή της, θα συναντήσει στα πενήντα πέντε της πρώτη φορά τον έρωτα στα μάτια ενός πολύ νεότερού της άντρα: ενός ταλαντούχου ζωγράφου με τον οποίο θα υπερβεί προσωπικές αναστολές και κοινωνικά στερεότυπα, θα διαρρήξει οικογενειακούς δεσμούς και θα διεκδικήσει τελικά το δικαίωμά της στην ευτυχία. Οι συνέπειες όμως, τόσο για την ίδια όσο και για τους γύρω της, θα είναι απρόβλεπτες.