Αναρωτιέμαι αν, αυτή η ηθική στάση των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης απέναντι στη ζωή, διαφέρει τελικά και κατά πόσο από την ειλικρίνεια του Ροθ και των άλλων Αμερικανών συγγραφέων, αλλά και την αίσθηση του χρέους που τους διακρίνει στη γραφή τους. Χρέος στο να καυτηριάσουν τη σαπίλα της αμερικανικής κοινωνίας, τα αδιέξοδα του έρωτα, τα προσωπικά ναυάγια, τον παραλογισμό της οικογένειας, το συλλογικό τραύμα του πολέμου στο Βιετνάμ, τους δήθεν διανοούμενους του καιρού τους. Πιστεύω τελικά πως αυτό το ηθικού τύπου «συγγραφικό καλούπι», αν μπορώ να το ορίσω έτσι, είναι κοινό τόσο στους Αμερικανούς όσο και στους Θεσσαλονικείς πεζογράφους. Και αν ο αντικομφορμισμός και η αντισυμβατικότητα των Αμερικανών συγγραφέων αυτής της περιόδου είχε ως αιχμή του δόρατος τη στηλίτευση του ιδεολογήματος του «αμερικανικού ονείρου», στη Θεσσαλονίκη του ’60 και του ’70, το ισοδύναμο των επιπτώσεων του αμερικανικού ονείρου σε κοινωνικό επίπεδο ήταν ο συντηρητισμός, ο μικροαστισμός και η απέραντη ηθικολογία των ανθρώπων της – στοιχεία που, βοηθούσης και της θρησκοληψίας, επιβιώνουν, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα σ’ αυτήν εδώ την πόλη.