Όλα άλλαζαν, μόνο η ζωή της έμενε ίδια. Άχαρη, πικρή, πιο πικρή και από τα δάκρυά της. Μόνο η επαφή με τη γη την παρηγορούσε. Η δικιά της γη την καλούσε κοντά της με μυστικό κάλεσμα και τη νανούριζε με πρωτάκουστα νανουρίσματα, γλυκά σαν ώριμα σύκα. Την τύλιγε η οσμή της, που, ανακατεμένη με άλλες μυρωδιές, της έφερνε στο νου οσμή σβησμένης πυρκαγιάς. Οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το παχύ φύλλωμα και την ανακάλυπταν. Εκείνες τις ώρες γινόταν διάφανη όπως η σκόνη που αιωρείται μέσα στο φως. Γινόταν δυνατή, μακάρια, ήρεμη. Βυθιζόταν σε αβύσσους εικονικής ευτυχίας που της έδιναν κουράγιο να συνεχίσει τη ζωή που άλλοι διάλεξαν για εκείνη, τη ζωή που, όσο και αν την πλήγωνε, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί...Μεγαλωμένη η Μαριάνθη σε μια οικογένεια που το καθήκον κατείχε μια θέση στο εικονοστάσι, στράγγιξε την καρδιά της, μεταμόρφωσε σε φαντάσματα τα αισθήματά της, έπνιξε τις ανάγκες της, σήκωσε τα μανίκια και πάλεψε. Πάλεψε σε δύσκολους καιρούς, σε λάθος εποχές, επιζητώντας τη νίκη, ποτέ για τον εαυτό της, πάντα για τους άλλους. Και αυτή, μια γυναίκα όπως τόσες άλλες, που έδωσε το περίσσευμα της αγάπης της, που δίδαξε με τις πράξεις της τις αξίες της ζωής, καίγοντας την ύπαρξή της σαν κεράκι μπροστά στα εικονίσματα...