"Ήμουν ένα αποδημητικό πουλί, ένα πουλί: τα σχέδιά μου δεν ξεπερνούσαν την επόμενη μέρα. Μαζί με τα χρόνια συσσωρεύτηκαν οι φυγές κι οι επιστροφές, οι επιστροφές στις παλιές αυταπάτες. Οι δρόμοι δεν τελείωναν πουθενά, μονάχα διακόπτονταν· δεν με οδηγούσε κανένα φως, με οδηγούσε το εγχειρίδιο των τροχαίων σημάτων, ο άτλαντας του κόσμου. Υπήρχα μέσα στον χώρο, έξω απ' τον χρόνο: γλιστρούσα στον ανάγλυφο χάρτη, παραμόνευα σαν τα θηρία της ξηράς, σαν τα θαύματα. Δεν είχα ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δεν ήμουν περιηγήτρια, δεν είχα καμιά ιδιότητα· περιφρονούσα τους φυσιολατρικούς ομίλους, τους τουρίστες και τους περιπατητές, τα μουσεία και τα μνημεία. Αγαπούσα το μπετόν, όπως ο Οράτιος Γκρήνοου, να τι αγαπούσα: μίκραινα μέσα στις γεωμετρικές προοπτικές, διαλυόμουν στην τροχιά των πόλεων, δεν νοσταλγούσα τα δέντρα, ούτε τα νερά και τα ξέφωτα - τα τοπία ήταν χέρσα και άγονα, τα καρότα ψυχεδελικά, αιχμηρά, φτιαγμένα από ενδιάμεση ύλη. Έτσι, έφτασα εκεί όπου έκανε όση ζέστη χρειαζόμουν, έφτασα εκεί όπου, ακόμα κι αν με φώναζες, δεν θα μπορούσα να σ' ακούσω."
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Στο βιβλίο αυτό, που είναι το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας της Σώτης Τριανταφύλλου και του φωτογράφου Πέτρου Νικόλτσου, η Σώτη Τριανταφύλλου επιστρέφει στο γνώριμό της Λος Άντζελες, που, αυτή τη φορά είναι το Λος Άντζελες του Πέτρου Νικόλτσου. Ενός νέου φωτογράφου που με μιαν ασπρόμαυρη, σχεδόν αναχρονιστική ματιά, περιδιαβάζει ξανά και ξανά μια πόλη που τρέχει γρήγορα ενώ ταυτοχρόνως παραμένει σχεδόν απαράλλακτη εδώ και πενήντα χρόνια.
Πρόκειται για ένα βιβλίο μάλλον πειραματικό, για ένα υβρίδιο: δεν πρόκειται για φωτογραφικό λεύκωμα με συνοδευτικές λεζάντες, ούτε για εικονογραφημένο μυθιστόρημα, μιας και συχνά το κείμενο και η εικόνα μας μεταφέρουν κάτι τελείως διαφορετικό. Στο βιβλίο αυτό ο Πέτρος Νικόλτσος και η Σώτη Τριανταφύλλου δεν συνεργάζονται με συμβατικό τρόπο: ο καθένας αναδεικνύει μια διαφορετική εκδοχή του Λος Άντζελες. Εξάλλου, οι δυο τους, μέχρι την παραμονή της έκδοσης, δεν