"Πέταξα το φόβο στη θάλασσα στην αρχή της Ερυθράς, και την άλλη μέρα το πακέτο με τα φάρμακα. Μόνο τις τύψεις δεν πέταξα. Έχουνε μια δική τους θάλασσα μέσα μου, πηχτή σα λάσπη και βρομάει. Οι άνθρωποι είναι περισσότερο καλοί απ’ ό,τι νομίζω. [...] Ένας ναύτης μου ’πε χθες τη νύχτα ένα παραμύθι κι αποκοιμήθηκα. Δεν το θυμάμαι. Όμως θα' ταν θαυμάσιο. Δε σου 'χω πει ποτέ παραμύθια. Ίσως δεν ξέρω να τα πω. Ίσως γιατί από μικρή ήσουνα πολύ σοφή για τα παραμύθια μου. Όμως κάποτε θα πω στα παιδιά σου. Αν είχα στα χέρια μου το βιβλίο που έδωσα για τύπωμα θα το 'σκιζα όλο κι ίσως να μην το ξανάγραφα. Αν μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο θα 'ταν πολύ αλλιώτικο από κείνο. Πιο ανθρώπινο.
[1953]
Οι πλοίαρχοι της Ελμές όταν πηγαίνουν καμιά επικίνδυνη αποστολή ζητάνε από τη διεύθυνση εμένα. Φοβάμαι μήπως έγινα επαγγελματίας. Εγώ δε ζήτησα παραπάνω από μια καμπίνα σ' όλη μου τη ζωή. Αν ζήτησα ακριβώς αυτό, τότε αυτό που οι τσιγγάνες λένε "το μοίρα" μου το 'δωσε και με το παραπάνω.
[1956]
Κάρντιφ, Μασσαλία, Τζένοβα, Αλεξάνδρεια, Βηρυττός, Άντεν, Περσικός κόλπος, Ινδικός ωκεανός, Κολόμπο, Κεϋλάνη, Χονγκ-Κονγκ, Μελβούρνη, Fremantle... - Ξάνθη και Αλβανία. Ο Καββαδίας ταξιδεύει στις θάλασσες του κόσμου, περνάει τη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Ξάνθη, είναι μουλαράς στον Αλβανικό πόλεμο το '41: από παντού στέλνει γράμματα και κάρτες στην αδελφή του, τις πρώτες γραφές ποιημάτων, μιλάει για τη Βάρδια που ’ναι στα σκαριά, για τα ’αδέρφια και τους συγγενείς, τους Αθηναίους και ξένους λογοτέχνες και ηθοποιούς φίλους του, γράφει για τους τόπους και τις θάλασσες όπου ταξιδεύει, για αγαπημένα βιβλία, για τους ζωγράφους και τη ζωγραφική, για φευγαλέους έρωτες και γυναίκες που ξανασυναντάμε στα ποιήματα και στα πεζά του. Μελαγχολικός και βαθιά εξομολογητικός στην Τζένια, παιχνιδιάρης με τη μικρή ανιψιά του, και γενναιόδωρος στα συναισθήματά του προς τους δύο πιο αγαπημένους του