«Εκείνος αγόραζε και η μάνα μου πουλούσε. Το χρήμα στάθηκε μπροστά της, σαν ο ήρωας στον πόλεμο. Κλεισμένη στο δωμάτιό μου έκλαψα. Κι ύστερα έσκισα με μανία τη φούστα που φορούσα και την κομμάτιασα. Δώρο μου την είχε κάνει η μάνα μου. Και μαζί της κομματιάστηκε και η καρδιά μου. Βγήκα από την κάμαρη χλομή, σαν πεθαμένη, και είπα το ‘‘ναι’’. Το ‘‘ναι’’, ενώ ο λογισμός μου φώναζε ‘‘όχι’’ και ενώ η καρδιά μου παλινδρομούσε.»
Απόσπασμα από το ανά χείρας βιβλίο
Τα χέρια του έσταζαν χρυσάφι, και για να σώσει τους δικούς της από τη φτώχεια, δέχτηκε να κάνει μια συμφωνία με τον Διάβολο. Δεν ήξερε όμως πως στο κενό της ψυχής που αφήνει η προδοσία της μάνας, η αγάπη δεν φωλιάζει, απλώς χάνεται σ’ ένα απύθμενο σκοτάδι. Δεν ήξερε πως καμιά φορά, η κόλαση κρύβεται πίσω από μια πόρτα, στον πρώτο όροφο μιας έπαυλης στο Κολωνάκι…
Σοφία Δερέ Εκδότρια