Ο Σακελλάριος, ο ήρωας του «Αυτοκτόνου», είναι αλλοδαπός, τριάντα χρονών, αδέκαρος, και ζει ουσιαστικά χάρη στη συνδρομή των φίλων. Αλλοδαπός από που; Από την Ήπειρο, η οποία δεν έχει ενσωματωθεί ακόμη στο ελληνικό κράτος, εξού και «δεν υπέκειτο εις στρατιωτικήν θητείαν», ο δε βοηθός του φούρναρη, Ηπειρώτης, όπως και το αφεντικό του, τον εγκαρδιώνει λέγοντας: «Κουράγιο, πατρίδα! (...] Έτσι θα πάρουμε και τα Γιάννενα;». Τον έχει διώξει η σπιτονοικοκυρά από την κάμαρη που νοίκιαζε, επειδή χρωστούσε ενοίκια, και μένει σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αλλά εκείνο το Σάββατο οι φίλοι δεν έχουν ή δεν θέλουν να του δώσουν για να το πληρώσει. Είναι ουσιαστικά άστεγος, όπως ο ξεπεσμένος δερβίσης (1896) ή ο μπαρμπα-Μάρκος (« Άλλος τύπος», 1903). Πηγαίνει το Σάββατο στην εκκλησία για τον εσπερινό και εκεί παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει, για να μη γίνει βάρος σε κανέναν, ούτε σε νεκροθάφτες ούτε σε ψάλτες ούτε σε παπάδες (αφού δεν θα ταφεί εκκλησιαστικά). Πάει κατόπιν στο κουρείο για να ξυρίσει τα γένια του, πρώτη φορά στη ζωή του, στην πραγματικότητα όμως για να κλέψει το ξυράφι, το όργανο της αυτοχειρίας. Στη συνέχεια ζητάει από τον φούρναρη της γειτονιάς να περάσει το βράδυ στον φούρνο (αφού δεν μπορεί να μείνει στο ξενοδοχείο), όπου θα βρει πράγματι στέγη, ζέστη, ψωμί και κρασί. [...] (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Οι αυτοκτόνοι του Παπαδιαμάντη)