«Το σώμα της, στιλπνό απ' το νερό, μόλις κυλίστηκε στην άμμο, απόκτησε τη θαμπή έκφραση του παλιού καθρέφτη, όπου όλα φαίνονται χωρίς να 'ναι κατ' ανάγκην ορατά. Και η γραμμή της χαράδρας που χωρίζει τα δύο ημισφαίρια μαύρισε σαν από έκλειψη ηλίου. Κυλιόταν πάνω στην άμμο, τα στήθια της τρεμόπαιζαν σαν κύματα, ώσπου τα σκέπασε με τα φτερά του ένας τεράστιος γλάρος. Από τη συνουσία της με το πουλί, εκείνη βγήκε κερδισμένη, γιατί της έμειναν κάτι φτερά που την ομόρφαιναν σαν άγγελο κι ο αφαλός της παρέμενε σκοτεινός, τρύπα επικοινωνίας με το σκοτάδι του Άδη, όπου ο θείος μου κρατά τα δισκοπότηρα. Ήρθε ο νέος εκπρόσωπος, με την αλλαγή του καθεστώτος: δεν είναι πρεσβευτής, γιατί ακόμα δεν αναγνωρίστηκε επίσημα το καθεστώς του σκοταδιού».