Κι όµως, στο βιβλίο τούτο που κρατάς, αναγνώστη, Θα βρεις ένα νου να θέτει αδιάκριτος φιλοσοφικά ρωτήµατα στους αρχιτέχτονες κι εργάτες που σήµερα οικοδοµούν τη νέα Ρουσία. Αυτοί σίγουρα δεν έχουν καιρό για φιλοσοφίες, χτίζουν. Εγώ όµως ήµουν κυριεµένος ακόµα από τις αρχοντικές έγνοιες του αστού, που έφαε, χόρτασε, άλλοι δουλεύουν γι’ αυτόν κι έχει άνεση να συζητάει, κι ο νους τον παίζει. Πέρασε καιρός, παραστράτισα πολύ, πόνεσα, ωσότου να λάµψει µέσα µου, γιοµάτο αίµατα και φως, το αληθινό πρόσωπο της Ρουσίας. Και τώρα που αναθιβάνω στο νου µου αλάκερο τ’ όραµα, ό,τι βαθύτατα µε συγκινεί είναι τούτο: Μέσα στις βουερές πολιτείες, στα καταχιόνιστα χωριά και στις έρηµες στέπες της Ρουσίας πρώτη φορά είδα τόσο ορατά τον Αόρατο. Κι όταν λέω «Αόρατο», δεν εννοώ κανένα παπαδίστικο Θεό µήτε καµιά µεταφυσική Συνείδηση ή κανένα ποιητικό αντικαθρεφτισµό της επιθυµίας? εννοώ την κοσµογονική Δύναµη που µεταχειρίζεται εµάς τους ανθρώπους –και πριν από µας τα ζώα, τα φυτά και την ύλη– φορείς της, υποζύγια της, και