Το απόγευμα έκαναν πάλι μια βόλτα στην πόλη. Περπάτησαν μέσα στα στενά δρομάκια και έφτασαν στο κάστρο· ανέβηκαν τις σκάλες, περπάτησαν κατά μήκος του κάστρου και μετά, από μια μικρή πόρτα, βρέθηκαν μπροστά στην παραλία. Η αμμουδιά απλωνόταν επί διακόσια, ίσως τριακόσια μέτρα, οι τουρίστες ήταν ακόμα εκεί. Έφτασαν στο τέρμα της παραλίας και τότε, δίπλα στα βράχια, πέσανε πάνω σε μια αποικία από φραγκοσυκιές. «Για δες, φραγκοσυκιές!», είπε ο Μανόλης. «Η αυλή μας ήταν γεμάτη φραγκοσυκιές», συμπλήρωσε ο πατέρας χαμογελώντας. Έφερε στον νου του τα ατελείωτα παιχνίδια με τα παιδιά στην αυλή και τον κίνδυνο που διέτρεχαν, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, μην έπεφταν πάνω σε καμιά φραγκοσυκιά! «Και είναι τόσο νόστιμα τα ρημάδια!», είπε ο πατέρας. «Ο παππούς τα έκοβε με τα χέρια», είπε ο Μανόλης και άπλωσε τα χέρια του για να κόψει ένα-δυο. «Μη, θα αγκυλωθείς! Στάσου, έχω σουγιά!», του φώναξε ο πατέρας, αλλά ο Μανόλης είχε κιόλας κόψει το πρώτο φραγκόσυκο, χωρίς να αγκυλωθεί, και το έδωσε στον πατέρα.