Αμοργός
Θεσπέσια ακρωτήρια οι άκρες των ματιών σου
με τον ήλιο να δύει σα βρέφος στην αγκαλιά σου
αλίμονο,
εγώ να ριγώ από ανησυχία καταμεσής του Ιουλίου
ιχνηλάτες της ζωής μου πάντοτε τα δάχτυλα σου, τώρα
παραδομένα στο αμοργιανό προσκέφαλο
η μυρωδιά από τα μαλλιά σου– αλατισμένη, χωμάτινη,
αλαφρό φτερό η αθωότητα
διαμέσου της πνοής σου πήγε κάθισε απάνω στο γαλάζιο
κυκλαδίτικο παραθύρι, σαν παιδί να κρυφοκοιτάζει,
στητά γεράνια τα εξαιρετικά σου στήθη στις χούφτες μου
ταγμένα
έσταξαν το θείο νέκταρ της αφοσίωσης, να γευτώ ζωή
σπουδαία,
έγειρε τ’ όνειρο δειλά στο εκτεθειμένο πλευρό του χρόνου
έτσι όπως το κεφάλι μου απάγκιο βρήκε τον λαιμό σου
στα θερινά κάτασπρα σεντόνια της λαγνείας·
σε αγγίζω θερμή καθώς είσαι– καυτοί λαγόνες σαν
μεσημεριάτικο σίδερο καραβιού
σε κοιτώ να σιγουρέψω την απόφαση μου, εξετάζω τη
γεωμετρία των χαρακτηριστικών σου,
αίφνης η σιλουέτα σου αναδιπλώνεται εντός μου
μεμιάς ολάκερο τον κόσμο λες συμπυκνώνει
με τα νύχια της βαθιά σκιά χαράζ