Όπως στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην πεζογραφία του η φαντασία, το όνειρο και η παραίσθηση ισχύουν με τους όρους που αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι την υπονομεύει διαρκώς με μια τόσο ύπουλα συναινετική και ήπια ματιά, ώστε η τρομώδης τελικά μεταφυσική που προϋποθέτει η δεύτερη φάση της ποίησης του και η πεζογραφία του να μεταβάλλεται σε μια τρυφερή παραμυθία.
Ενώ ο τρόπος με τον οποίο εξηγείται η ύπαρξη ενός φυσικού φαινομένου, όπως είναι η βροχή ή το σούρουπο ή ακόμα και οι σκιές που διασταυρώνεται κανείς μαζί τους, μοιάζει ν΄ απαντάει στην ερώτηση προς τι άραγε μια τόση εμμονή - του Λειβαδίτη εννοείται - σε σχέση με τα λαϊκά ξενοδοχεία, τις απομακρυσμένες γειτονιές, τα καφενεία, τους γονείς ή τις θείες και τις ξαδέλφες, τόσο «ζωντανές» μέσα στην αρρώστια τους, αν και πεθαμένες από χρόνια, σαν να συγκροτούν τελικά ένα κλειστό σύμπαν κι όση συμπαράσταση δεν αξιωθήκανε όσο ήτανε όλοι τους και όλα εν ζωή, μοιάζει να τους παραχωρείται τώρα που έχουν ξεχαστεί.
Θανάσης Νιάρχος