«Ο Γεράκης οραματίστηκε την κοινωνία του μεγάλου καφενείου σαν ένα είδος κοινότητας […] Στην πραγματικότητα, στο νου του είχε κάτι περισσότερο, όπως φάνηκε αργότερα […] Το όνειρο αυτό του Γεράκη πραγματοποιήθηκε εν μέρει, διότι ο ήχος των γεγονότων της ζωής περνάει έστω και σαν ψίθυρος παντού […] Ο Τελώνης αισθάνθηκε έκπληξη και απορία. Ώστε πέραν των αισθημάτων καλοσύνης της Καλλιόπης και φιλίας του Αρπάγη, υπάρχουν κι άλλα αισθήματα. Εντιμότητα, αξιοπρέπεια, ευαισθησία. Ένας άγνωστος κόσμος για εκείνον, στον οποίο οι έννοιες ήταν ξεκάθαρα αντίθετες και όχι ταυτιζόμενες, όπως μέχρι τότε πίστευε. Απέναντι στην εντιμότητα η απάτη και απέναντι στην αξιοπρέπεια πιθανόν η ποταπότητα και η ευτέλεια…».
(αποσπάσματα από το βιβλίο)
Το «Καφενείο των Απόντων» δε μοιάζει με τα άλλα στέκια. Οι «θαμώνες» του δεν είναι απόμαχοι της δουλειάς, ακόμα και οι πιο γηραλέοι. Δεν έχουν ξεμπερδέψει με τα εγκόσμια. Έχουν ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς. Κουβαλάνε καλά κρυμμένα μυστικά ζωής, μύχιους ανεκπλήρωτους πόθους, ευγενείς ή αν