Ο Νίκος Κουρτίδης, επιτυχημένος κοσμηματοποιός, έγινε στόχος συμμορίας ληστών. Την εποχή της Παγκοσμιοποίησης οι ληστείες ήταν κάτι συνηθισμένο στις πολυάνθρωπες, πολυεθνικές μεγαλουπόλεις.
Ωστόσο, η ληστεία στην οικία του Κουρτίδη διέφερε κατά πολύ από τις «καθημερινές».
Οι ληστές εξόντωσαν τη σύζυγο, τον αδελφό και εκτέλεσαν, κυριολεκτικά, την τετράχρονη κόρη του, για να μην υπάρχουν μάρτυρες.
Από αβλεψία τω ληστών, ο βαριά τραυματισμένος Κουρτίδης επέζησε και μετά από μακροχρόνια, οδυνηρή αποθεραπεία έμαθε για το σφαγιασμό της οικογένειάς του και την εν ψυχρώ εκτέλεση της κόρης του.
Αντίθετα με τους φόβους των γιατρών και της ψυχολόγου του νοσοκομείου, ότι η συνειδητοποίηση της απώλειας θα επιδείνωνε την υγεία του, ο Κουρτίδης στάθηκε στα πόδια του. Και ακόμα παραπέρα. Η δίψα για εκδίκηση του έδωσε τη δύναμη να συνεχίσει τη ζωή.
Μια ζωή που δεν φαντάστηκε ο φιλήσυχος κοσμηματοποιός, ούτε ο περίγυρός του. Και ασφαλώς οι ασυνείδητοι ληστές-δολοφόνοι.
Εξοργισμένος από την ολιγωρία της αστυνομίας, ο Κουρτίδης ξεκίνησε τη δική του έρευνα για τον εντοπισμό των δολοφόνων. Στην πορεία της έρευνας, συνάντησε την υπαστυνόμο Μπαλτατζή, νομικό και αριστούχο της σχολής αξιωματικών, που όμως εκτελούσε γραφική υπηρεσία σε περιφερειακό αστυνομικό τμήμα.
Με τη βοήθεια της Μπαλτατζή, ο Κουρτίδης εντόπισε έναν από τους ληστές, κατάφερε να τον συλλάβει, να τον ανακρίνει να μάθει το όνομα του αρχηγού της συμμορίας, να τον εκτελέσει και να τον τεμαχίσει.
Το τέρας είχε γεννηθεί.