Τι να πει κανείς! Ξεκινάς ένα ωραίο χάραμα με τον φίλο σου, χαμογελούν και τα μουστάκια σου για τη νέα μέρα που ανατέλλει, ευχαριστείς τον Θεό ή όποιον άλλον μπορεί να είναι υπεύθυνος γι’ αυτό το μεγαλείο, έρχεσαι στην προκυμαία, ανοίγεις καρεκλάκια, βάζεις δολώματα, σερβίρεις δύο κούπες ζεστό καφέ, στρίβεις και δύο τσιγάρα, κι ενώ αφήνεσαι στη μαγεία του ορίζοντα και την ησυχία της πλάσης, εμφανίζεται ένας κάποιος από το πουθενά, ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα, ένας άγνωστος, και σε κοιτά επικριτικά, κάνοντας παράξενες γκριμάτσες αποδοκιμασίας και οργής, κουνώντας το κεφάλι του με νόημα και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς θέλει, πράγμα το οποίο θα μπορούσε βέβαια να μας το πει ο ίδιος, αλλά δεν φαίνεται να έχει τέτοιες προθέσεις.
–Ώστε κάθεσαι εδώ και ψαρεύεις.
–Α! Ορίστε, έχεις και φωνή, μάλιστα, κάθομαι εδώ και ψαρεύω!
–Σε ποιόν τα πουλάς αυτά ρε!
–Παρακαλώ; Α, εσύ δεν είσαι με τα καλά σου! Ναι, και ακριβώς, κάθομαι εδώ που με βλέπεις και ψαρεύω. Ποιο είναι το πρόβλημα;
–Ψαρεύεις;
–Ψαρεύω,