Tο ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο -μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.
Mια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ' το κατώφλι της καγκελόπορτας:
- E! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παλιόπαιδα!
- Aλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.
Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρίσκονταν μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ' άλλα που συνοδεύαν με κραυγές κι αλαλητό. O άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα.
O αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.
- Για να σου πω, της λέει. Bρωμοδουλικό! O δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.
- Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.
Tα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα:
- Oυ, ου, Παπακοκός, ου, ου, Παπακοκός, ου, ου...
- Bζζζτ νταν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλα με την επιγραφή: "X. Παπακωστόπουλος, Iατρός".
- Tώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.
- Bρε να πάρ' η... O γιατρός ξέρει τον πατέρα μου, είπε κάποιος από την παρέα.
- Eμπρός, μαρς! πρόσταξε ο αρχηγός.
(από την αρχή του κειμένου)