Μεσημέριασε. Έφτασαν στο τελευταίο ποτάμι. Ξαπλωμένη στην όχθη νεαρή γυναίκα -ένσαρκου αγάλματος η ονειρώδης ομορφιά της- με χρυσά χτένια στα χέρια, τραγουδούσε σ’ άγνωστη γλώσσα. Μαγεύτηκαν τα δυο αδέλφια από το τόσο κάλλος κι απ’ τη γλυκιά φωνή της και κάθισαν να την ακούν και να τη βλέπουν. Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι νύχτες, εκείνοι μαγεμένοι. Σαν τύχαινε περαστικός να τους ρωτήσει τι κάνουν εκεί στην ερημιά, του έδειχναν την όμορφη κόρη και χαμογελούσαν, κι ο περαστικός σταυροκοπιότανε γιατί το μόνο που έβλεπε δίπλα στο ποτάμι ήταν να χάσκει μαύρο βαθύ άνοιγμα της γης που ξέρναγε ρυπαρές εκπνοές και μαζί μια αλλόκοτη τρεμάμενη βουή από άγρια ποδοβολητά. Έλεγαν πως εκεί ήτανε κοιμητήρι παλαιών Ελλήνων. Μετά, που ήρθαν οι χριστιανοί, βούλιαξε, παρέσυρε μαζί του οστά και επιτύμβια, και απόμεινε αυτή η χαίνουσα πληγή να σε κατεβάζει στα έγκατα της γης. Από κει οι οδοιπόροι, κάθε που ξημέρωνε ψυχοσάββατο, άκουγαν τις φωνές των ατελών πού το ’σκασαν απ’ τη ζωή πριν συμπληρωθούν οι μέρες τους, τους άκουγαν