Όταν κανείς αναλογίζεται ότι οι συγγραφείς σπανίως γράφουν σωστά τη διεύθυνση της υστεροφημίας, είναι αδύνατο να μη θαυμάσει τη μυστική πνοή που έμελλε να φέρει ως εμάς ένα μυθιστόρημα σαν την Έρση του Γεωργίου Δροσίνη. Το έργο κυκλοφόρησε στα 1922, διαβάστηκε και αγαπήθηκε ιδιαιτέρως από τις νέες κοπέλες της εποχής. Ο ίδιος ο συγγραφέας μάλιστα θεωρούσε ότι "από τεχνικής απόψεως και γλωσσικής μορφής είναι το καλύτερο πεζογράφημά" του. Μολοταύτα είναι αμφίβολο κατά πόσο θα σωζόταν, εάν ο Ν. Γ. Πεντζίκης δεν στεκόταν επάνω του και δεν το μετέτρεπε σε μαγιά για το δικό του Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης. Διότι ούτε η απήχηση ούτε οι λογοτεχνικές αρετές είναι εχέγγυα της μακροβιότητας ενός έργου, και ειδικότερα του μυθιστορήματος, που εκ φύσεως έχει τη ροπή να κολλάει στα θνησιγενή στοιχεία του καιρού του.