Ο μπαμπάς βλέπει πυγολαμπίδες. Η μαμά δοκιμάζει στα κρυφά παπούτσια χορού. Η μία κόρη έχει ευαίσθητα αυτιά. Η άλλη στρώνει υποδειγματικά το κρεβάτι της. Έξω βρέχει. Οι αμυγδαλιές ανθίζουν. Κι ένας κόκκινος μπερές στροβιλίζεται στον αέρα. Ποιος γράφει, όμως, τις ιστορίες στο Θα ήθελα; Όσοι δεν έχουν υπομονή για αινίγματα ας πάνε κατευθείαν στην τελευταία ιστορία. Όποιος, όμως διαβάσει το βιβλίο γραμμικά θα ανταμειφθεί με την ενορχήστρωση ενός κατακερματισμένου, αποδομημένου μυθιστορήματος με μια παράταξη και συνύφανση των τρόπων ζωής σήμερα. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου παρατηρεί τον κόσμο πότε με συμπόνια, πότε με οξύτητα, πότε και με τα δύο. Οι ήρωές της είναι αξιαγάπητοι και αξιολύπητοι ταυτοχρόνως. Συναισθάνονται, αυτοσχεδιάζουν στις συμφορές, αλλά τους λείπει το ταλέντο να συγχωρούν -τους άλλους και τον εαυτό τους. Παρότι μοιάζει να απέχουν μίλια μεταξύ τους, αποτελούν ενσαρκώσεις της ίδιας βασικής απορίας: Τι χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ευτυχισμένοι; Παρακολουθούμε τις αβέβαιες προσπάθειές τους να βρουν απάντηση· το γαϊτανάκι των ερωτικών τους σχέσεων· το οικογενειακό τους κωμειδύλλιο. Κι όλα αυτά μέσα στην κινητή γιορτή, τη δίνη της πόλης και τη σιωπή των προαστίων, τον παραλογισμό και τη γενναιοδωρία της καθημερινότητας.