Υπήρχαν πάντα δυο Ελλάδες σ' αυτόν εδώ τον τόπο. Μια ψηλή, πανύψηλη, να φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Και μια δεύτερη, να σέρνεται στη γη μαζί με τα σκουλήκια. Λίγες ώρες αργότερα περνούσαμε απέναντι, στην ηπειρωτική χώρα, με ταχύπλοο, και κατευθυνόμασταν οδικώς προς νότο, σε μια στρατιωτική, αεροπορική βάση. Λίγες ώρες αργότερα, αυτή η δεύτερη Ελλάδα ακουμπούσε στα χέρια μας έναν ανάποδο μίτο της Αριάδνης, που μας οδηγούσε βαθιά μέσα στο Λαβύρινθο. Και εμείς, εκεί, μέσα σε ένα ακόμη αεροπλάνο, πετούσαμε πια για τη μοιραία χώρα, την τελευταία αυτού του τραγικού ταξιδιού μας.