Ο Γιώργος Κοτζιούλας είναι γεννημένος αφηγητής. Χτίζει "με πέτρα και μ’ ασβέστη", με τα πιο απλά υλικά, τις ιστορίες του, και μας καλεί να συμμετάσχουμε σ’ αυτές, ισότιμα, ήρωες κι εμείς όπως κι ο ίδιος, όπως κι οι άλλοι του ήρωες. Φτωχοί άνθρωποι του λαού, στα ηπειρώτικα Τζουμέρκα, στους λαϊκούς και προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, στα σανατόρια και τις φτωχές παράγκες της Πάρνηθας και της Πεντέλης, αποτελούν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Οι καημοί και τα βάσανα, οι χαρές και οι λύπες, η αθωότητα και η πονηριά, τα αστεία και τα πειράγματά τους αποτελούν τα θέματά του. Αγάπη και κατανόηση, ανθρώπινη ζεστασιά διαποτίζουν κάθε του λέξη. Ζει, παρατηρεί και καταγράφει, για να μας τα μεταφέρει έπειτα χαμηλόφωνα, κουβεντιαστά, καλώντας μας να καθίσουμε πλάι του και να μοιραστούμε τις συγκινήσεις, τα συναισθήματα, τις αγωνίες του.
Ο Κοτζιούλας σε κερδίζει από τις πρώτες γραμμές του, με την απλότητα, την ειλικρίνεια, την απροσποίητη ευγένεια, την ανθρωπιά και το ήθος του. Δεν προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει, να κάνει επίδειξη ικανοτήτων και τεχνικής. Νιώθεις πως είναι ένας από μας, που εμπνέεται από μας και γράφει για μας. Και σ’ αυτό μεγάλο ρόλο παίζει η γλώσσα του, λιτή αλλά τόσο ζωντανή και φυσική, ξέρει να αντλεί απ’ τις καλύτερες στιγμές της λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Ρεαλισμός και λυρισμός δένονται αρμονικά στα κείμενά του. Συνυπάρχουν και στηρίζουν το ένα το άλλο για να μας δώσουν εικόνες αυθεντικής ζωής.
Ο τόμος αυτός έρχεται να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει την εικόνα του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Κοτζιούλα μετά το δεύτερο τόμο των "Απάντων" του και την "Πικρή ζωή κι άλλα πεζογραφήματα", που εκδόθηκαν και επανεκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα. Περιλαμβάνει το σύνολο των υπόλοιπων πεζών του, από τα οποία τα περισσότερα είχαν παραμείνει ανέκδοτα στο Αρχείο του συγγραφέα. Παρακολουθούμε σ’ αυτά την πορεία του διηγηματογράφου από το πρώτο δημοσιευμένο κείμενό του, στα 1929, μέχρι τα τελευταία, του 1953. Μας δίνεται έτσι η ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν πολύ αξιόλογο