Στην Πενταλιά ανθίσαν οι αμυγδαλιές, Αλέξανδρε. Κι η μάνα σου να περιμένει την επιστροφή σου από τα Γαυγάμηλα και την Κομμαγηνή. Πήγες πολύ μακριά, Αλέξανδρε. Καιρός να γυρίσεις, να προλάβεις τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Κι ύστερα, σε περιμένουν οι πόλεις με τις ουρές στα συσσίτια, τις ουρές μπροστά στα κλειστά καταστήματα, τις ουρές μπροστά στα κλειστά εργοστάσια, τα παιδιά με τα λεκιασμένα ρούχα και τις πρησμένες κοιλίτσες στα φανάρια.
Η μάνα μου στην Πενταλιά θα κυβερνούσε καλύτερα αυτό τον κόσμο. Και ας μην είχε διαβάσει Θουκυδίδη και Μαρξ.
- Α, ρε μάνα, γιατί έμεινες στην Πενταλιά;
- Και πού να πάω, γιε μου;
- Να ’ρθεις στη Λευκωσία, ρε μάνα, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Αθήνα. Νομίζεις πως αυτοί που μας κυβερνούν έχουν περισσότερο μυαλό από σένα;
- Μα εγώ, γιε μου; Και τι να κάνω;
- Να κυβερνήσεις, μάνα, να κυβερνήσεις!
- Μα εγώ, γιε μου;
- Ναι, ρε μάνα, εσύ! Τι νομίζεις, πως είναι καλύτεροι από σένα όλοι αυτοί που κυβερνούν τον κόσμο;
- Όχι, γιε μου, τούτοι εν σπουδασμένοι, ξέρουν γράμματα.