Ο Αστόλφος ξαποσταίνει κάτω από το ψιλόβροχο σε έναν πεσμένο κορμό, περιστρέφεται στις σχολικές του αναμνήσεις με κατάνυξη. Θυμάται τα ξύλα της σόμπας να τριζοβολούν. Ο δάσκαλος έβαζε φλούδες από λεμόνι στο καπάκι της. Έπειτα, και με τον αγέρα να σφυρίζει απ’ τα παράθυρα, μαθητής και δάσκαλος διάβαζαν λογοτεχνία – ο δάσκαλος καπνίζοντας, ο μαθητής απορροφώντας. Δυστυχώς τα πρωινά εκείνα τους τα χάλασε ο
αναπάντεχος διορισμός του δασκάλου σε ένα βάρβαρο της Σαραγόσας χωριό. Απαρηγόρητος τότε ο Αστόλφος, νιώθοντας ότι προδόθηκε, και μάλιστα από τον μοναδικό και καλύτερό του φίλο, έσκισε τους κλασικούς, δίπλωσε σαΐτες τα ποιήματα της
Σαπφούς και, απαγορεύοντας διαπαντός στον εαυτό του την καλή λογοτεχνία, στράφηκε εκδικητικά στα αστυνομικά μυθιστορήματα.