Έχει περάσει πολύς καιρός από την ημέρα της αποδημίας του πατέρα μου Νικηφόρου. Ο χρόνος της απουσίας μακραίνει και πολλαπλασιάζεται, καθώς οι παλιές γνώριμες παρουσίες λιγοστεύουν. Νιώθω πως είμαι ένας από τους τελευταίους φυσικούς μάρτυρες της ζωής του Νικηφόρου. Εκείνος που ακόμη θυμάται, που μπορεί να αναγνωρίζει τους απόντες στις παλιές φωτογραφίες, που μπορεί να συντάξει στο χαρτί σκέψεις ανέκφραστες, χειρονομίες σκόρπιες που δεν έχουν ποτέ καταγραφεί, χειρονομίες σκόρπιες που δεν έχουν ποτέ καταγραφεί, πράξεις ακαταχώρητες στις παλαιές δέλτους συμβάντων. Είμαι ένα πρόσωπο χρήσιμο κι επικίνδυνο μαζί. Χρήσιμο, γιατί έχω τις πληροφορίες και συγχρόνως σαφή επίγνωση των ορίων της επιτρεπόμενης παρέμβασης στην ανάγνωση ενός άλλου ανθρώπινου βίου -πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τη ζωή και το έργο του Νικοφόρου- και επικίνδυνο, γιατί πάντα καιροφυλακτεί ο πειρασμός της προσφυγής σε ερμηνείες στις οποίες η αλήθεια συμπορεύεται συχνά με την αδιακρισία. Από τον πρόλογο του Κώστα Βρεττάκου