ΣΤΗ ΡΟΖΑΜΟΥΝΔΗ η γλώσσα του ονείρου μετατρέπεται σε κεντρικό δεδομένο. Τα πάντα στο κατ’ όναρ τοπία του ξεκινούν σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Πρόσωπα και πράγματα δείχνουν απολύτως φυσιολογικά και αμετακίνητα στις θέσεις τους, μέχρι που κάτι αρχίζει ̶ ανεπαίσθητα, πρώτα, πιο έντονα μετά ̶ να τα ταρακουνά και να τα απορρυθμίζει. Τα σχήματα μπερδεύονται, οι ιδιότητες αντιμετατίθενται ή παραμορφώνονται, η χρονική αλληλουχία σπάει και οι νεκροί βγαίνουν στο προσκήνιο για να συνομιλήσουν με τους ζωντανούς, άλλοτε με περιπαικτική διάθεση και άλλοτε γεμάτοι θλίψη. Στο κέντρο των γεγονότων στέκει πάντοτε ο αυτοβιογραφούμενος αφηγητής, εγκαταλελειμένος στην αγκάλη των ενυπνίων. Στις διηγήσεις του παρεισδύουν τώρα όχι μόνο κομμάτια από το παρελθόν, που συγχέονται παράταιρα με το παρόν, αλλά και ψήγματα από μια υπερκείμενη πραγματικότητα, η οποία κινείται στην περιοχή του άλογου, του υπερφυσικού ή και του καθαρά φανταστικού, χωρίς να βιάζεται να μας πείσει για τον εξωλογικό της χαρακτήρα.