"Ακούς; Ακούς τη ζωή; (σε σένα μιλάμε) τί θόρυβο παταγώδη πού κάνει; Ή μόνο τη ζεις αποχαυνωτικά (κι ακόμη χειρότερα: φοβισμένα) απολαυσία του πανταξένου σου χρόνου;"
Ήμουν, που λες, κι εγώ στο υπόστεγο, περίπου μόνος, με μυριάδες άλλους, μ' ερωτήματα συντριπτικά· και σένα που σε βρήκα και κάθισα δίπλα σου ακούς τη βροχή πάνω στους τσίγκους; σε ρώταγα, τί γλώσσα να μιλάει; τί μουσική; απόδωσε αισθητικά το άγνωστο νόημά της, ωστόσο ελάχιστα κατάφερα να σ' αποσπάσω.