Το χρυσάφι, ο αρρωστημένος έρωτας για την γυναίκα του μεγάλου του αδερφού ή φτιασιά του ήταν η αιτία να χυθεί αδερφικό αίμα, να μπει ένας αθώος νέος στη φυλακή, να κλείσουν τα δυο αρχοντόσπιτα του χωριού και να μην ανθίσει ένας μεγάλος, κρυφός, παιδικός έρωτας; Τούτο το ματωμένο μυστικό το βαστούσε, από φόβο, γερά μέσα στα χρόνια μια γυναίκα. Μια γυναίκα που καρτερούσε το πλήρωμα του χρόνου να το ξεθάψει και να το φανερώσει στον παπά του χωριού, που και σε κείνον βάραιναν και πάλευαν μέσα του τα μυστικά της εξομολόγησης, όπως πάλευε και η ιεροσύνη του με τον άνθρωπο! Μυστικά που άφησαν το κακό να απλωθεί σαν λάβα, κάτω από τις πατημασιές τους, σε κείνο το μικρό χωριό της Μεγαλόχαρης. Όμως το χρέος της ψυχής και της καρδιάς δεν παραγράφεται, δεν σβήνει ποτέ, δεν κοιμάται βαριά , παρά μονάχα λουφάζει μπροστά στο φόβο, την αδικία, την αγάπη, τον έρωτα και θεριεύει, και γιγαντώνει και καρτεράει ως να έρθει η ώρα, η στιγμή, να ξεπροβάλει και, σαν η ώρα σημάνει, τότε γενναίο, άφοβο, ατρόμητο απλώνει και αγωνί