Δέντρο πελώριο, περήφανο, κραταιό, στεφάνωνε τη στέγη του σπιτιού με τη σγουρή, ξέπλεκη χαίτη του, σαν αγαθό και φίλιο πνεύμα. Σωστόν αιώνα σήκωνε στη ράχη του κι όμως μια νιότη αδάμαστη ψύχωνε την ακμαία κορμοστασιά του. Κι αληθινά, μέσα σ’ ολόκληρο χωριό, ανάλογό του δεν υπήρχε, που να συγκρίνεται σε λεβεντιά και γεροσύνη. Έβγαινες απ’ τα όρια της κοινότητας, έφθανες στο φιδοσερτό ποτάμι κι ακόμα ξέκρινες πίσω απ’ τη θάλασσα των αμπελιών, πίσω από τα χρυσά αραποσίτια, ν’ αργοσαλεύει φουντωτή, ολομόναχη, καθώς χλωρόφαιο ξάρτι καραβιού, η βαθυπράσινη κορφή του. Τέτοιο ήτανε το ψήλος του. Αυτό το δέντρο, το αγαπούσε πιότερο απ’ όλα ο παππούς και το ξεχώριζε. Ένας μυστήριος, ακατάλυτος δεσμός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στις δυό αταξίδευτες ψυχές, που δέσανε μια και καλή απ’ την γέννα τους στού κάμπου το αραξοβόλι. Μα, ως το τέλος, κράτησε τούτο το συναίσθημα κρυφό και δεν το εκμυστηρεύτηκε ποτέ του σε κανέναν.