Κάποια χειμωνιάτικη μέρα (ο χειμώνας είναι η εποχή της άνεσης) ο Βασίλης έδωσε τέλος στη ζωή του, μέσα στο σπίτι όπου εμμονικά έζησε τα τελευταία χρόνια.
Τον βρήκαμε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του σε μια στάση γαλήνια, σαν να 'χε μόλις ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. Η μεγάλη γενειάδα κάλυπτε την αρχή του αδύνατου στέρνου του και τράβηξε την προσοχή μου από το υπόλοιπο λιγνό σώμα. Τα κιτρινισμένα από τον καπνό δάχτυλα είχαν αφήσει να γλιστρήσει στο ξύλινο πάτωμα ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε:
"Αυτό που είχα, πάλεψα, πάλεψα, πάλεψα να το κρατήσω - και τώρα άλλο δεν μπορώ".
(Σημειώσεις του γείτονα και παιδικού φίλου του Βασίλη στο Βογατσικό - "διασώστη" του Ημερολογίου.)