Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που πίστευα, μέχρι και τα φοιτητικά μου χρόνια, ότι ακολουθούσε με ευλάβεια τις ελληνικές οικογενειακές παραδόσεις. Μου είχαν δώσει αυτή την εντύπωση η παραδοσιακή κουζίνα, το τυπικό των γευμάτων (ιδίως του μεσημεριού της Κυριακής), οι εκστρατείες για επισκέψεις στις ονομαστικές γιορτές, η πατριαρχική ιεραρχία (παρά τις προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές απόψεις που κυριαρχούσαν στο ευρύτερο περιβάλλον), οι βεγγέρες, η προτίμηση στα ταβερνεία... Τόσο η οικογένεια του πατέρα μου όσο και η οικογένεια της μητέρας μου ήταν φορείς της αστικής παράδοσης των «χαμένων πατρίδων» με εμφανείς και έντονες ευρωπαϊκές επιρροές, αν και προέρχονταν από μικρές πόλεις: από την Αγχίαλο της ανατολικής Ρωμυλίας και την Καλλίπολη της ανατολικής Θράκης αντίστοιχα. Συνειδητοποίησα τη σημασία αυτής της «λεπτομέρειας» πολύ αργότερα. Μεγαλώνοντας και ιδιαίτερα την περίοδο της μεταπολίτευσης διαπίστωσα ότι, με βάση τις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν τότε, αφενός μεν οι οικογενειακές μου παραδόσεις δεν ήταν και τόσο ελληνικές, αφετέρου δε ο ίδιος προσωπικά δεν ήμουν και τόσο «Έλληνας». Το αποδείκνυαν από το ότι πιστεύαμε στην αναγκαιότητα του εξευρωπαϊσμού της κοινωνίας ως το ότι η μουσική της "Μπαντουβάλας" αποτελούσε για όλο το φάσμα της ευρύτερης οικογένειας ένα αποκρουστικό άκουσμα, παρά την ανατολίτικη καταγωγή της. Τότε άρχισε να με απασχολεί η ουσία της παράδοσης και ξεκίνησα να συλλέγω απόψεις γύρω από αυτή.