Ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα, όταν ξύπνησαν οι πρώτες μου αμφιβολίες γύρω από τη θρησκεία, που μας περιέβαλλε τόσο ασφυκτικά. Η απαρχή των αμφιβολιών μου ήταν το κατά πόσο υπάρχει η κόλαση και κυρίως η τελική κρίση, μια σκηνή που μου ήταν αδύνατο να συλλάβω. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ όλους τους νεκρούς, άντρες και γυναίκες, όλων των εποχών και των χωρών, να σηκώνονται ξαφνικά από τα έγκατα της γης για την τελική ανάσταση, όπως στους πίνακες του Μεσαίωνα. Μου φαινόταν παρόλο, αδύνατο. Αναρωτιόμουν: που θα ήταν στοιβαγμένα όλα αυτά τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων σώματα; Κι ακόμη: αν υπάρχει τελική κρίση, τι χρειάζεται τότε η άλλη κρίση, αυτή που ακολουθεί αμέσως μετά το θάνατο και που υποτίθεται ότι είναι οριστική και αμετάκλητη;
Λουίς Μπονιούελ
"Η τελευταία πνοή", σελ. 43
[...] Το βιβλίο του C. S. Lewis μας μιλά για μια από τις "εκδρομές", που γίνονται κάθε τόσο, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Σ' αυτές παίρνουν μέρος όσες ψυχές το επιθυμούν. Το διαστημικό λεωφορείο έρχεται και τις παραλαμβάνει. Και τις ανεβάζει μέχρι τα κράσπεδα του Παραδείσου. Με σκοπό να δουν το μέρος. Και αν τους αρέσει και θέλουν, μπορούν να μείνουν και να συνεχίσουν στα ενδότερα.
Θα χρειαστεί βέβαια να υποβληθούν σε μια μικρή "εγχείρηση", για να τους αφαιρεθεί το όποιοι πάθος κάνει τη ζωή τους Κόλαση. (Καθώς και ό,τι θαρρούν για αρετή τους). Είναι βέβαια ελεύθεροι να αποφύγουν την "εγχείρηση" και να γυρίσουν πάλι πίσω.
Το τραγικό είναι ότι οι πιο πολλές ψυχές προτιμούν να επιστρέψουν στην Κόλαση. Οι πιο δεκτικές γιατί θέλουν να μεταφέρουν λίγη από την Κόλασή τους στον Παράδεισο. Δεν εννοούν να ξεκολλήσουν την Κόλαση από πάνω τους. Εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένες στα πάθη, που έθρεψαν σ' αυτήν εδώ τη ζωή. Αν και αφυδατωμένα -εντελώς ονειρικά- τα παλιά τους πάθη είναι το "περιεχόμενό" τους. Φοβούνται να τα θυσιάσουν...
Δεν γίνεται όμως να παντρέψουμε την Κόλαση με τον Παράδεισο. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου: "Το μεγάλο διαζύγιο"... [...]
(Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, από το επίμετρ