Ήταν μια ήσυχη μαγιάτικη νύχτα του 1923. Στη μακρινή Τασκένδη όλοι οι κάτοικοι αναπαύονται. Η κυκλοφορία στους δρόμους ανύπαρκτη. Μόνο στα γραφεία της G.P.U. αγρυπνούν. Οι τσεκίστες δουλεύουν νύχτα-μέρα, μελετούν τις πληροφορίες, ετοιμάζουν κατηγορητήρια, σχεδιάζουν συλλήψεις. Η επανάσταση πρέπει με νύχια και με δόντια να προστατευθεί από τους "εχθρούς του λαού". Όμως δεν είναι οι μόνοι που αγρυπνούν. Στο σπίτι του αρχίατρου καταφθάνει με άκρα μυστικότητα ο εξόριστος επίσκοπος Ανδρέας. Οι ναοί της Τασκένδης έχουν πέσει στα χέρια των σχισματικών και ο επίσκοπος Ανδρέας θα πρέπει να τελέσει την ακολουθία της κούρας. Όλα θα γίνουν κρυφά. Η κρεβατοκάμαρα του αρχίατρου μεταμορφώνεται σε κατακόμβη. Η ακολουθία της κούρας αρχίζει. Τα μικρά παιδιά του αρχίατρου κοιμούνται. Ο μεγαλύτερος γιος διηγείται:
"Κάποια νύχτα ήμουν στο κρεβάτι μου. Ήρθαν ο πατέρας μου για την κουρά του και η Σοφία Σεργκέγεβνα. Νόμιζαν πως κοιμάμαι. Η Σοφία τον παρακαλούσε να μην καρεί μοναχός, για χάρη μας, των παιδιών του. Ο πατέρας μου όμως ήταν ανένδοτος".
Ο ξακουστός αρχίατρος χειρουργός, όντας ήδη Ιερέας π. Βαλεντίν, προχωράει στο μεγάλο βήμα. Από Βαλεντίν ονομάζεται Λουκάς. Από τα χείλη του εξόριστου επισκόπου ακούει με προσοχή τις ευχές της κουράς που αποδείχτηκαν προφητικές.
"Μη ουν προτίμησης τι του Θεού... και γαρ πεινάσαι έχεις, και διψήσαι και γυμνητεύσαι, υβρισθήναί τε και χλευασθήναι, ονειδισθήναι και διωχθήναι και πολλοίς άλλοις περιαχθήναι λυπηροίς οις η κατά Θεόν ζωή χαρακτηρίζεται...".
Ο αρχίατρος-ιερέας απαντάει σταθερά, με αποφασιστικότητα: "Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ".