Ούτε μέρα-μεσημέρι σταμάτησε το σπίτι μου να πεισματώνει! Να πεισματώνει, ναι, σπίτι αλαστον, αλήστου πείσματος μνημοθήκη! Και να μη λησμονεί το εκείνο των χωροφυλάκων σχολικό μέρα-μεσημέρι. Κι εκείνους τους δυό! Τους δυό Τελχίνες με την σφιγμένη στο χαρακιασμένο μουστάκι «μεταγωγή» του ιατρού Ζουράρι, ανάμεσα στους δυό, προς Γεντή-Κουλέ ρέμα. «Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις» από τον ειρηναίο ιατρό τους, μέρα-μεσημέρι… Και σαν γυμνώσεις το παιδοχτάχρονο βλέμμα που ανοίγει την εξώπορτα στους ασφαλίτες. Τους δυό. Και που κλείνει η εξώπορτα φεύγοντας οι τρεις. Με τον ιατρό ανάμεσα στους δυό. Και το παιδί το ένα, που τα ξέρει. Όλα.