Δεν έχω ξανααισθανθεί την αναγκαιότητα να μιλήσω για τη δουλειά μου και ελπίζω να μην ξανασυμβεί, αλλά τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια γι' αυτές τις ιστορίες. Εκεί μέσα είναι αποτυπωμένο ένα μεγάλο κομμάτι του νεώτερου εαυτού και του κόσμου μου. Άνθρωποι που γνώρισα, μέρη που βρέθηκα, ιστορίες που περισσότερο τις είδα, τις άκουσα ή έστω τις αφουγκράστηκα, παρά τις φαντάστηκα.
Το πανταχού παρόν δύσμορφο τέρας της διαχρονικά αξιόσπαστης Αθήνας, η Φυτευτή στα Πατήσια, η παλιά Ομόνοια, η Αχαρνών, οι θλιβερές αλάνες-χωματερές στα Λιόσια και στο Περιστέρι. Οι χημείες, τα rare, τα μπάχαλα στο κέντρο, οι μπάτσοι και οι μπράβοι, τα ανύπαρκτα λεφτά, η μισθωτή σκλαβιά, η αφόρητη πλήξη, η αφόρητη πλήξη κι η αφόρητη πλήξη. Οι νέοι ενάντια στην πόλη, καλωσήρθατε στα νότια Βαλκάνια.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη μετά τον φόνο του Γρηγορόπουλου μου υπενθύμισε γιατί και για ποιους έφτιαξα αυτές τις ιστορίες. Είναι η προσωπική μου αφήγηση, πώς σιχάθηκα την τριτοκοσμκή μας μπανανία, τους Ελληναράδες και τον θανατηφόρα βαρετό μικρόκοσμό τους. Είναι το μίσος, η οργή κι η θλίψη μου της προηγούμενης δεκαετίας. Δεν άλλαξαν και πολλά από τότε.
Ελπίζω να ξαναβρεθούμε σύντομα στους δρόμους, πάλι τόσο ετερόκλητοι και χαοτικά αυτόνομοι, και αυτή τη φορά να τα σπάσουμε όλα, ακόμα και τα δικά μας.
Ούτε θεούς, ούτε αφέντες
Λέανδρος
12.1.2009